- περιτήκω
- Α1. λειώνω εντελώς μέταλλο ή στερεό σώμα και τό μεταβάλλω σε υγρό2. καλύπτω κάτι ολόγυρα με λειωμένη ύλη3. (σχετικά με τη γη) ξεπλένω με την ροή τού νερού και αφαιρώ ουσιώδη στοιχεία4. μτφ. (σχετικά με ασθένεια)λειώνω, σβήνω5. παθ. περιτήκομαικαθίσταμαι ισχνός, αδύνατος6. (παθ. μτχ. παρακμ. β΄) περιτέτηκα(για το χιόνι) διαλύομαι εντελώς και εξαφανίζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + τήκω «λειώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.